-
1 бассейн
бассейн м 1) (водоём) η στέρνα, η δεξαμενή· плавательный \бассейн η πισίνα; закрытый (открытый) \бассейн η κλειστή ( ανοιχτή) πισίνα 2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη* * *м1) ( водоём) η στέρνα, η δεξαμενήпла́вательный бассе́йн — η πισίνα
закры́тый (откры́тый) бассе́йн — η κλειστή (ανοιχτή) πισίνα
2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη -
2 бассейн
1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνηречной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμούсортировочный лес. - διαλογής ξυλείαςуспокоительный гидр. - ηρεμίαςусреднительный гидр. - εξίσωσης2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνηугольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн
-
3 бассейн
бассейнм1. ἡ δεξαμενή:\бассейн для плавания τό κολυμβητήριο;2. геогр. τό λεκανοπέδιο[ν]:\бассейн реки ἡ λεκάνη πόταμου;3. геол. ἡ περιοχή:каменноугольный \бассейн ἡ ἀνθρακοῦχος περιοχή. -
4 каменноугольный
каменноугольн||ыйприл γαιανθρακι-κός, γαιανθρακοῦχος, γαιανθρακοφόρος:\каменноугольный бассейн τό γαιανθρακοῦχο λεκανοπέδιο· \каменноугольныйая смола τό ἀνθρακέλαιο· \каменноугольныйая шахта τό ἀνθρακωρυχείο· \каменноугольный промышленность ἡ βιομηχανία γαιανθράκων. -
5 бассейн
-а α.1. δεξαμενή•бассейн для плавания δεξαμενή κολυμβητική.
2. λεκάνη, λεκανοπέδιο. -
6 каменноугольный
επ.γαιανθρακικός• γαιανθρακούχος, γαιανθρακοφόρος, λιθανθρακοφόρος•-ая промышленность ανθρακοβιομηχανία•
каменноугольный бассейн γαιανθρακούχο λεκανοπέδιο•каменноугольныйая смола λιθανθρακόπισσα•
-ая шахта ανθρακωρυχείο, λιθανθρακωρυχείο.
-
7 угольный
угольный 1επ.1. ανθρακικός, του άνθρακα, του κάρβουνου•-ая промышленность ανθρακο-βιομηχανία•
угольный сарай αν θρακαποθήκη•
-ая пыль καρβουνόσκονη.
|| ανθρακοφόρος•угольный бассейн ανθρακοφόρο λεκανοπέδιο.
2. με γραφίδα ανθρακο-γραφίας•угольный рисунок ανθρακογράφημα, -φία.
εκφρ.- ая кислота – ανθρακικό οξύ.угольный 2επ.1. βλ. угловой.2. ουσ. -ая θ. γωνιακό δωμάτιο.
См. также в других словарях:
λεκανοπέδιο — το έκταση εδάφους που έχει σχήμα λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («λεκανοπέδιο τής Αττικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. ορο πέδιο, υδατο πέδιο). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον… … Dictionary of Greek
λεκανοπέδιο — το πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά: Στο λεκανοπέδιο της Αττικής η ατμόσφαιρα είναι αρκετά μολυσμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βόλγκογκραντ — (Volgograd). Πόλη (993.500 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας (113.900 τ. χλμ., 2.678.600 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του κάτω ρου του ποταμού Βόλγα, στη συμβολή διαφόρων οδικών αρτηριών… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek